Μοίρασμα σιωπής.



Μοίρασμα σιωπής
 
Ανάμεσα στο παντού και το πουθενά
διαρρηγνύεις το κενό
και ταλαντεύεσαι ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία.

Βουτάς μέσα στο αδιόρατο τίποτα
ψάχνοντας να βρεις αυτό το κάτι που καθορίζει την υπόστασή σου
μα όλο σε παγιδεύει σε μια ανελέητη στασιμότητα.

Βαδίζεις σκυφτός προς τον άγνωστο προορισμό σου·
δεν κάνεις πια σχέδια· δεν επιτρέπονται τα όνειρα
και άλλωστε σε κούρασαν οι τόσες αυταπάτες.

Προχωράς αγόγγυστα προς το αβέβαιο μέλλον σου·
είναι εκείνο που σε βαραίνει σα σκοτεινό παρελθόν·
είναι εκείνο που παγιδεύει στην αιωνιότητα το παρόν σου.

Γυρνάς γύρω από τον εαυτό σου
σαν μια παλιά ξεθωριασμένη σβούρα σε δυο μικρά παιδικά χέρια,
δυο χέρια που ωρίμασαν πριν καν βιώσουν την αθωότητα.

Αναζητάς στους ανθρώπους ένα βλέμμα, ένα χάδι, μια πληγή, κάτι να νιώσεις
και απλώνεις το χέρι πασχίζοντας να κρατηθείς από εκείνον τον άγνωστο,
από εκείνο το καθρέφτισμα του εαυτού σου,
τη μόνη σου ελπίδα για να πάψει η πορεία να είναι δύσβατη.

Μα ποιόν να βρεις μέσα στο σκοτάδι της αυθυπαρξίας;
Το απέραντο μαύρο κάνει τη διαδρομή ατέρμονη·
και οι άνθρωποι σαν ασήμαντες κουκκίδες στο άπειρο, μοναχικοί και ευάλωτοι,
μοιράζονται μόνο τις σιωπές τους.


Μ. Χ.